aludir - ορισμός. Τι είναι το aludir
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι aludir - ορισμός


aludir      
verbo intrans.
1) Referirse a una persona o cosa, sin nombrarla o sin expresar que se habla de ella.
2) Referirse a persona determina da, ya nombrándola, ya hablando de sus hechos, opiniones o doctrinas.
3) Referirse a personas o cosas, mencionarlas.
aludir      
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
omitir: omitir, callar
Palabras Relacionadas
aludir      
aludir (del lat. "alludere")
1 ("a") tr. *Referirse encubiertamente a algo o alguien: "Con esas palabras debe de aludir a la situación de la empresa. Aludía indudablemente a tu hermano".
2 ("a") *Mencionar, *referirse; hablar de algo incidentalmente en una conversación o discurso: "A propósito de la reforma aludió a las dificultades actuales".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aludir
1. Ocaña empleó el término gradualidad para aludir a su propuesta.
2. Pero oficio obliga y quisiera aludir a los tópicos principales.
3. Las razones son muchas y complejas, y aquí sólo cabe aludir a las más significativas.
4. El primero, sin embargo, en aludir a una niña fue el presidente de México, Felipe Calderón.
5. Schдuble no dudó en aludir al peligro de atentados terroristas y defendió todas las actuaciones policiales.
Τι είναι aludir - ορισμός